σπηλοδίαιτος

σπηλοδίαιτος
-ον, Μ
αυτός που κατοικεί σε σπηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλ-αιον + συνδετικό φωνήεν -ο- + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αντρο-δίαιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”